нарицательный - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

нарицательный - translation to πορτογαλικά


нарицательный      
nominal ; comum
denominativo adj      
грам нарицательный
apelativo m      
грам имя нарицательное

Ορισμός

нарицательный
1. прил.
Относящийся к однородным предметам; общий (противоп.: собственный) (в лингвистике).
2. прил. устар.
Так называющийся, но не соответствующий своему назначению.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για нарицательный
1. А вот образ его по-прежнему используется как нарицательный.
2. Нарицательный капитал займа составлял более 180 млн рублей.
3. И получилась Жена в "Гараже", этот нарицательный образ всех измордованных советским бытом теток.
4. Распространенное имя (в переводе на русский-Варвара) в России приобрело нарицательный, негативный оттенок.
5. Жандарм и белые перчатки - две вещи несовместные Жандарм - персонаж не просто нарицательный, но почти комический.